- κνις
- κνίς, -ιδός, ἡ (Α)η κνίδη*.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού κνίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek
ԵՂԻՃ — (եղըճոյ կամ եղճի.) NBH 1 0655 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c գ. κνίδη, κνίς, ἁκαλήφη urtica. գրի եւ ԵՂԻՆՋ. ասի եւ իբր ռմկ. Աղինճ, Աղիճ, Աղիջ, Աղիջիկ, Եղիճիկ, Եղեճուկ. Խոտ, որոյ տերեւքն ի մի կողմն լի են մանր եւ բարակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)